στενώσῃ

στενώσῃ
στενώσηι , στένωσις
a being straitened
fem dat sg (epic)
στενάζω
sigh deeply
fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
στενόω
straiten
aor subj mid 2nd sg
στενόω
straiten
aor subj act 3rd sg
στενόω
straiten
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στένωση — η / στένωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στενώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στενεύω, ελάττωση πλάτους νεοελλ. 1. ιατρ. η εξεργασία και το αποτέλεσμα τής ελάττωσης τού διαμετρήματος ενός πόρου ή ενός στομίου η οποία προκαλεί διαταραχές τής διόδου στον αυλό… …   Dictionary of Greek

  • στένωση — η μείωση του πλάτους, στένεμα: Πάσχει από στένωση της αορτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • τραχειοστένωση — η, Ν ιατρ. στένωση τού αυλού τής τραχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχεία + στένωση] …   Dictionary of Greek

  • βεντουρίμετρο — Είναι ένας σωλήνας που έχει μια στένωση και χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της παροχής των ρευστών. Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι το στόμιο που καταλήγει στη στένωση και ο διαχυτήρας. Λέγεται και σωλήνας Βεντούρι …   Dictionary of Greek

  • εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… …   Dictionary of Greek

  • Θερμαϊκός κόλπος — Κόλπος που σχηματίζεται στη βορειοδυτική άκρη του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ της χερσονήσου της Χαλκιδικής στα ανατολικά και των ακτών των νομών Θεσσαλονίκης, Ημαθίας και Πιερίας στα δυτικά. Από τον μυχό του έως την είσοδό του έχει μήκος 78 μίλια… …   Dictionary of Greek

  • Gefäßstenose — Eine Stenose (griechisch στένωση, sténosi, „Verengung“ von στενός, stenós, „eng“) ist eine Verengung von Blutgefäßen oder anderen Hohlorganen. Ursachen, Symptome, Diagnostik und Behandlung hängen von der Lokalisation und klinischen Befunden ab.… …   Deutsch Wikipedia

  • Restenose — Eine Stenose (griechisch στένωση, sténosi, „Verengung“ von στενός, stenós, „eng“) ist eine Verengung von Blutgefäßen oder anderen Hohlorganen. Ursachen, Symptome, Diagnostik und Behandlung hängen von der Lokalisation und klinischen Befunden ab.… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”